-
1 αλφάβητο
[алфавита] ουσ. о. алфавит.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλφάβητο
-
2 алфавит
-
3 азбука
азбука ж 1) το αλφάβητο; 2) (букварь ) το αλφαβητάρι* * *ж1) το αλφάβητο2) ( букварь) το αλφαβητάρι -
4 азбука
азбу||каж1. τό ἀλφάβητο[ν];2. (букварь) τό ἀλφαβητάριο[ν];3. перен τό ἄλφα, ἡ στοιχειώδης γνωση [-ις]; ◊ \азбука Мо́рзе ἀλφάβητο Μορς. -
5 азбука
-и θ.1. αλφάβητο.2. αλφαβητάριο.3. στοιχειώδεις γνώσεις.εκφρ.- морзе – το το αλφάβητο του Μορς. -
6 алфавит
-а α.το αλφάβητο•греческий το ελληνικό αλφάβητο.
-
7 азбука
το αλφάβητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > азбука
-
8 алфавит
το αλφάβητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > алфавит
-
9 алфавит
алфавитм τό ἀλφάβητο[ν]:по \алфавиту κατ' ἀλφαβητική σειρά. -
10 азбука
[άζμπουκα] ουσ. θ. αλφάβητο -
11 алфавит
[αλφαβίτ] ουσ. α. αλφάβητο -
12 alphabet
French\ \ alphabetGerman\ \ AlphabetDutch\ \ alfabetItalian\ \ alfabetoSpanish\ \ alfabetoCatalan\ \ alfabetPortuguese\ \ alfabetoRomanian\ \ alfabetDanish\ \ alfabetNorwegian\ \ alfabetetSwedish\ \ alfabetGreek\ \ αλφάβητο ή άλφα-βήταFinnish\ \ otosavaruus (informaatioteoria)Hungarian\ \ ábécéTurkish\ \ alfabeEstonian\ \ tähestikLithuanian\ \ abėcėlėSlovenian\ \ abecedaPolish\ \ alfabetRussian\ \ алфавитUkrainian\ \ -Serbian\ \ азбука, алфабетIcelandic\ \ stafrófiðEuskara\ \ alfabetoaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ الفا بيت، الابجديةAfrikaans\ \ alfabetChinese\ \ 字 母 表 ; 字 母 系 统Korean\ \ 알파벳 -
13 азбука
[άζμπουκα] ουσ θ αλφάβητο -
14 алфавит
[αλφαβίτ] ουσ α αλφάβητο -
15 глаголица
-ы θ.γλαγολικό αλφάβητο (το προ του κυριλλικού). -
16 кириллица
-ы θ.το κυριλλικό αλφάβητο. -
17 латиница
-ы θ.λατινικό αλφάβητο ή γραφή. -
18 Морзе
στις εκφρ.: аппарат Морзе ο ασύρματος του Μορς•азбука Морзе – αλφάβητο του Μορς. -
19 немой
επ., βρ: нем, нема, немо άλαλος, άφωνος, βουβός.ουσ. άλαλος. || σιγών, που σιγεί.εκφρ.- ая азбука – αλφάβητο κωφαλάλων•- ая сцена – βουβή σκηνή•немой фильм – βουβή ταινία•- ое кино – βουβός κινηματογράφος•нем (немой) как могила ή как рыба – άφωνος σαν το ψάρι (ιχθύος αφωνότερος)• αρειοπαγίτου σιωπηλότερος.
См. также в других словарях:
αλφάβητο — αλφάβητο, το και αλφάβητος, η το σύνολο των γραμμάτων μιας γλώσσας, των γραφτών δηλ. συμβόλων με τα οποία παρασταίνονται οι φθόγγοι: Το αλφάβητο της ελληνικής γλώσσας έχει 24 γράμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek
κυριλλικό αλφάβητο — Σύνολο γραμμάτων που σημειώνουν την έναρξη της γραπτής παράδοσης των σλαβικών γλωσσών. Η ονομασία του αλφαβήτου προέρχεται από τον απόστολο των Σλάβων Κύριλλο, ο οποίος ανέλαβε μαζί με τον αδελφό του, Μεθόδιο, το 863 να κηρύξει τον χριστιανισμό… … Dictionary of Greek
κουφικό αλφάβητο — Αραβικό αλφάβητο, που αναπτύχθηκε κυρίως στην πόλη Κούφα –απ’ όπου προέρχεται η ονομασία του–, έδρα των χαλίφηδων, το οποίο διατηρήθηκε έως τον 10o αι. Στην κουφική γραφή, κομψή και διακοσμητική, επικρατούσαν οι ευθείες γραμμές και οι οξείες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
σλαβονικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στη Σλαβονία, ιστορική περιοχή τής Κροατίας 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Σλαβονική η σλαβονική γλώσσα 3. φρ. α) «σλαβονική γλώσσα» σλαβική γλώσσα βασισμένη πρωτίστως στις νοτιοσλαβικές διαλέκτους και κυρίως στην… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Κύριλλος και Μεθόδιος — (9ος αι. μ.Χ.). Αδελφοί κληρικοί, λόγιοι και ιεραπόστολοι από τη Θεσσαλονίκη, άγιοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, «απόστολοι των Σλάβων». Ήταν γιοι του βυζαντινού στρατιωτικού Λέοντα. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Mεθόδιος (Θεσσαλονίκη 827 – Ρώμη… … Dictionary of Greek